Σάββατο 28 Απριλίου 2012

Και κατά τον ρουν των γεγονότων II, III


Όταν ήμουν 16 ο κόσμος έμοιαζε πιο μεγάλος κι ο χρόνος κυλούσε πιο αργά. Όλα δούλευαν για μένα! δυο φορές την εβδομάδα κατέβαινα στις Τζιτζιφιές από το κέντρο όπου έμενα, και μάθαινα τη μέθοδο των τριών (ενίοτε πουλιών) στη μικρή μου την ξαδέρφη.
Η διαδρομή λοιπόν, κέντρο - Τζιτζιφιές, ήταν το πρώτο κεφάλαιο στο βιβλίο της Αποκάλυψης για μένα. Η αλήθεια είναι πως βαριόμουν... πολύ εύκολα. Και βαριόμουν επίσης την αναμονή, μες την κάψα ή το κρύο, της παραπληγικής γραμμής του 910 (ο αριθμός του
magic bus).
Συνήθως έβρισκα μια δικαιολογία για να μην ξεκολλήσω το πηγούνι από το στέρνο και το βλέμμα από το γκαζόν του κήπου της Βιβλιοθήκης.

- Έχει πολύ ζέστη... Άραγε αφήνει ίχνη ο ιδρώτας στο γρασίδι;
- Πω πω κρύο, αν σηκώσω το κεφάλι απότομα θα το δω να κατρακυλάει στην Πανεπιστημίου;

...Μα σύντομα βαρέθηκα τις δικαιολογίες και τις απαντήσεις στις ανόητες ερωτήσεις. Με έπνιγαν περισσότερο κι από τα κασκώλ. Περιόριζαν τη σκέψη και το βλέμμα μου κι είναι η φύση μου τέτοια που στενο χωριέμαι εύκολα.
Έτσι ξεκίνησα το παιχνίδι της παρατήρησης!

Part III
Οι άνθρωποι... τι περίεργα πλάσματα που είναι. Όχι ότι εγώ δεν είμαι, αλλά στην προκειμένη περίπτωση ο κόσμος του παιχνιδιού δεν με έπαιζε. Ήταν πολύ απασχολημένος με τις σκέψεις του, χαμένος στις προσωπικές του διαδρομές, κυνηγημένος από το κόκκινο ανθρωπάκι των φαναριών και από τα άλλα, αυτά τα κουρδιστά, που τρέχουν ξοπίσω σου με ένα ντοσιέ παραμάσχαλα.

Η κρυψώνα μου ήταν ένα ζευγάρι μαύρα τεράστια κοκκάλινα γυαλιά αλά
JKΩ,που καθόλου δεν κολάκευαν τα στρογγυλά χαρακτηριστικά μου αλλά ήταν της μοδός και ταίριαζε γάντι με το συνολάκι του χαμαιλέοντα που πάλευα να εκθρέψω.

Τον πρώτο καιρό τον ξόδεψα προσπαθώντας να κατηγοριοποιήσω το πλήθος, να τους χωρίσω σε ομάδες βάσει κοινών χαρακτηριστικών κρίνοντας όχι τόσο την εμφάνιση αλλά τη συμπεριφορά τους.
Οι μονάδες ήταν ως επί το πλείστον πάντα σε μια βιάση, με έντονο, γοργό, ανοιχτό βήμα. Καμμιά φορά φανταζόμουν πως έχουν ένα κοινό μυστικό, μια κρυφή επιθυμία που μοιράζονταν μόνο μεταξύ τους, καλά κρυπτογραφημένη σε βήματα μορς. Μόνο έτσι εξηγούσα την κατήφεια των λιγοστών μόνων που περπατούσαν λιγότερο ζωηρά, σχεδόν μελαγχολικά. Ήταν οι αμύητοι.
Η λογική και ο παραλογισμός χόρευαν πίσω απ' τα γυαλιά μου σφιχταγκαλιασμένοι.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου