Τρίτη 9 Μαρτίου 2021

Η χοντρή κυρία

 



Ήταν τα μάτια μου τόσο βαριά.  Ποιος θα μου το 'λεγε πως η θλίψη ήταν η χοντρή κυρία που θα είχε τον τελευταίο λόγο;! 
Με το δόρυ της τρυπούσε τις κόγχες μου και τρύπωνε στο κενό μου. Δεν άντεχα να κρυφτώ.  Δεν υπήρχε σπιθαμή που να μην είχε ξεχειλίσει από το θλιβερό της λίπος.  Χυνόμουν πάνω στη μπάρα,  μέσα στο ποτό μου, σκορπιζόμουν σαν επιδημία, κολλούσα στις σόλες ανυποψίαστων θαμώνων που φτύναν τον κόρφο τους και μ' αποστρέφονταν, πετώντας αλάτι στην πληγή μου. Δεν με ένοιαζε.  Έτσι, γυμνή,  μια δημόσια προσβολή,  μια καρδιακή ανεπάρκεια... δεν παραστέκονται οι άνθρωποι στο εξόφθαλμο. Προτιμούν όσα υποψιάζονται. Κυρίως τα ανύπαρκτα.
 Τί να ρωτήσεις τη θλίψη;  πως να βαδίσεις στα νερά της χωρίς να βουλιάξεις; κι αν σε τραβήξει απ' τα μαλλιά;  κι αν σου αφήσει σημάδι; κι αν σου περάσει τον χαλκά, παρθένα νύφη;  ποιος Ορφέας θα νανουρίσει το τέρας;
Δεν απομέναν και πολλά,  μονάχα ένα.  Γλίστρησα στο καταφύγιο της σάρκας,  σε εκείνη τη λεπτή φλούδα που σκεπάζει το ηφαίστειο με στάχτη.  Δόθηκα αμαχητί σε άνυδρα δάση, με σκιές, παχιές σαν κι αυτήν, αδιαχώριστες απ' το σκοτάδι.
Ήταν τα μάτια μου τόσο βαριά.  Ποιος θα μου το 'λεγε πως η θλίψη ήταν η χοντρή κυρία που θα είχε τον τελευταίο λόγο;!