Δευτέρα 8 Αυγούστου 2022

Στο αγαπημένο μου νησί...

 


Καλοκαίρι του '99. Απ' τα πρώτα σκλαβωμένα,  ενήλικα καλοκαίρια που φόρεσε ένα πλαίσιο απαίσιο και στενό, που δε σε άφηνε να πάρεις ανάσα, που οι διακοπές έγιναν διάλειμμα,  διάλυμα με αλατόνερο που ετσουζε τα μάτια και τις παιδικές πληγές των ανεμελων αναμνήσεων. 
Μια βδομάδα. Μόνο μια βδομάδα. Να δω το αγαπημένο μου νησί,  να κλάψω από ευτυχία, να διπλωθώ στην ζεστή αγκαλιά της αμμουδιάς, να απλωθώ στο κύμα σαν αφρός που ψιθυρίζει.
Καλοκαίρι του '99. Ήθελα να φύγω από την Αθήνα, να ξεχάσω πίσω την βαλίτσα με τα άπλυτα του μπλε χειμώνα, με τα μπλε χείλη και την μπλε καρδιά. Μπλε. Μπλιαχ. Αχ. Αχ.
Οι συναυλίες στο νησί είχαν έναν πολιτιστικό χαρακτήρα ...νησιωτικό. Από Νταλάρα μέχρι Γαϊτάνο και βγάλε. Εβλεπες τον κόσμο να σηκώνει χώμα με κάθε του βήμα, σε εκείνο τον ποταμό που ακολουθούσε στο σχόλασμα της μουσικής. Δεν είχε σημασία αν έμπαινες στον συναυλιακό χώρο.  Ο άνεμος σου έφερνε τις νότες όπου κι αν βρισκόσουν.
Μεταξύ μας, μόνο δυο φορές παρακολούθησα συναυλία στο νησί.  Μια, τους Ματζικ ντε Σπελ, πάνω σε μια ξύλινη εξέδρα,  και γύρω γύρω εμείς και το χώμα.  Πολύ χώμα.  Πολύ γαμάτοι αυτοί. Χτυπιόμασταν κι ας θέλαμε να κλάψουμε. Και μια, κατά τύχη,  μελοποιημένο Καββαδία. Μεγάλη αποκάλυψη εκείνη η βραδιά.  Έμελλε να με σημαδέψει.
Η τρίτη συναυλία, ναι υπήρξε και τρίτη τελικά, ήταν ένα τεράστιο δώρο, ήταν η δικαίωση του  Κοέλιο (λολ), ήταν η ευώδωση ευχών, η καλή μου τύχη, η η η κι εγώ δεν ξέρω τι.
Όταν έφτασα στην Λήμνο,  το καλοκαίρι του '99, με άδειες βαλίτσες και μια σαράβαλο καρδιά, έπεσε το μάτι μου στο πρόγραμμα με τις εκδηλώσεις του καλοκαιριού. 
Πάγωσα.  Κοκκαλωσα. Φούντωσα. Ιδρωσα.
Διάφανα Κρίνα. Δυο μέρες μετά την αναχώρησή μου. Γήπεδο Μύρινας.
Έπεσα να πεθάνω. Παραμιλούσα για μέρες.  Ποια μοίρα επαιζε τόσο τραγικό παιχνίδι πάνω στους κύκλους της τρυπιας μου καρδιάς;
Τί ποσοστό ήταν η πιθανότητα να παίξουν τα ΔΚ στο αγαπημένο μου νησί που έτσι γερά πατούσα; να έχω δυο αγάπες ταυτόχρονα και να είμαι δοσμένη χωρίς να σπάω στα δυο;
Η ίδια μοίρα που έπαιζε για δυο, έστρωσε ένα μεταξένιο πέπλο και κάλυψε με αχλή τον ορίζοντα,  χάλασε το πλοίο που θα με έπαιρνε μακριά,  και παρέμεινα στο νησί.
Και πήγα στην συναυλία.  Με τα ΔΚ. Με το χώμα.  Πάντα με το χώμα να σηκώνεται ως το ερκος των χειλιών. Και ήθελα να σβήσω εκεί,  να χαθώ, απόλυτα ευτυχισμένη και δυστυχισμένη ταυτόχρονα. Νομίζω πως πρέπει να είχα γείρει το κεφάλι και τα βλέφαρα.  Να τους έβλεπα σαν σε όνειρο, που παιζαν μόνο για μένα.  Έπαιζαν μόνο για μένα.  Κανένα άλλο σχολιαρούδι που χτυπιόταν στο χώμα παρακεί δεν μπορούσε να λύσει  τον κόμπο που είχε σφραγίσει τον λαιμό μου, λίγο πιο κάτω από μια εσωτερική ικανοποίηση, περηφάνια, τρέλα που με έλουζε όταν άκουγα τους αγαπημένους μου να παίζουν μόνο για μένα. Στο αγαπημένο μου νησί. Βάλτε να πιούμε!