Πέμπτη 13 Δεκεμβρίου 2012

Ironic








Όλοι στο σπίτι απέφευγαν αυτό το μηχάνημα του διαβόλου, που έκαιγε σαν τα καζάνια της κόλασης κι έβγαζε καπνούς από τα μανιασμένα ρουθούνια του. Εγώ θα σφουγγαρίσω, έλεγε ο ένας. Εγώ θα πλύνω τα πιάτα, ο άλλος. Εγώ θ' απλώσω... Κι εξαφανίζονταν εν ριπή οφθαλμού προς τα τέσσερα σημεία του ορίζοντα. Κανένας δεν άγγιζε το σίδερο. Ούτε καν το χειμώνα, που θα μπορούσε κάποιος ρομαντικά απελπισμένος να ισχυριστεί πως η συντροφιά του ήταν μια ζεστή παρηγοριά τα κρύα κυριακάτικα απογεύματα.

 Οι απορίες μου σχετικά με την απέχθεια που ένοιωθαν οι άνθρωποι στο άκουσμα της λέξης "σιδέρωμα" πολλαπλασιάζονταν με τα χρόνια. Έβλεπα πολλές γυναίκες με σημαδεμένα χέρια να κυκλοφορούν στους δρόμους. Κι αν τις ρωτούσες πως το έπαθαν, απαντούσαν  μονολεκτικά και κοφτά, με χείλη έτοιμα να ασπαστούν την εικόνα του Μεγάλου Εγκεφαλικού, "Σίδερο", κι έπιαναν το σημείο επαφής για να κλείσουν την τρύπα απ' όπου ξεπηδούσαν ατμοί απωθημένων αναμνήσεων. Αν τις προλάβαινες, πριν το βάλουν στα πόδια, θα παρατηρούσες πως υπήρχαν κι άλλα σημάδια, απ' την εποχή της δραχμής, ίσως και των παγετώνων, διάσπαρτα στην ωλένη, στην κερκίδα... Κάποια σκόρπια ΧΟ μιας διαμελισμένης τρίλιζας που δεν έλεγε να τελειώσει, ένας σκισμένος χάρτης θησαυρού από διαγωνισμό του Μέριτο. Κάνεις τρία βήματα, τζιζ, καίει. Στρίβεις δεξιά, πιάνεις τη λαβή, ψεκάζεις, προχωράς ευθεία μέχρι να ξανακάνει τζιζζζ.
Μα ποια βαριά πτυχή κουκούλωνε το μυαλό τους; ποιο αυλάκι από σιφόν έπνιγε την προσοχή τους και κατάφερναν τέτοια έπαθλα; βάζω στοίχημα πως την οδοντόκρεμα την κατανάλωναν επιδερμικά.

Όλο το υφασμάτινο πάνθεον παρήλαυνε πάνω στο πρόχειρο cat-walk που έστηνα για τις ανάγκες της παράστασης. Το σίδερο δεν παραπονιόταν, όση δουλειά κι αν του φόρτωνα. Ρύθμιζε τη θερμοκρασία του ανάλογα με την υφή των ρούχων και γλιστρούσε με χαρισματικά διπλά toe loops και τριπλά axels πάνω στις υφασμάτινες πίστες, παίρνοντας εξάρια και χειροκροτήματα. Τα ρούχα όμως...
Τα ρούχα έμοιαζαν με τα γνωστά συνδικαλιστικά όργανα, αυτά που απολαμβάνουν προνόμια για να γκρινιάζουν. "Κοίτα πως με πιάνει, η ανεπρόκοπη. Κι εδώ, εδωωω... στρώσ' το γλυκειά μου να γλιτώσουμε τον ιδρώτα. Θα 'χα κόψει αν ήμουν αυγολέμονο". Πάνινες σουσουράδες που δεν έλεγαν να κλείσουν το φερμουάρ τους. Μόνο τα εσώρουχα ήταν πιο δεκτικά και αστεία. Σκάρωναν λογοπαίγνια με πικάντικα ρήματα κι αυτοσαρκάζονταν. Ο καθένας με τα βιώματά του...
 Γρήγορα όμως κατάλαβαν ποιος έκανε κουμάντο και έμαθαν  να αφήνονται στα ωριαία sessions σιωπής και ενδοσκόπησης που παρέδιδα στην αίθουσα του χαμάμ, αφού βεβαιώθηκαν πως είχαν την αμέριστη προσοχή μου. "Όχι σαν τις άλλες, που το ένα τους μάτι είναι στο σίρηαλ και το άλλο στο τηλέφωνο", μαρτυρούσε η κάλτσα που στεκόταν παράμερα. Πάντα παράμερα, και τις περισσότερες φορές μονή κι αταίριαστη. Την άλλη την βούταγε συνήθως ο διάολος.

Η εξημερωμένη υφασμάτινη πολύχρωμη στοίβα μαρτυρούσε περισσότερα απ' όσα μια καλή νοικοκυρά θα μπορούσε ποτέ να υποψιαστεί. Πολλές φορές είχα δακρύσει κοιτώντας τους κόμπους που στέκονταν στον λαιμό των πλεγμένων ινών, στιγμές παγωμένες σε αυτό τον καμβά με ημερομηνία πλύσης που δεν έλεγε να παραιτηθεί από την επαφή με τα ανθρώπινα τοιχώματα. Μικρές τρύπες ξεπηδούσαν απ' τα κελιά της πλήξης, σαν το σπιράλ ημερολόγιο ενός κρατούμενου που περίμενε την χάρη. Λεκέδες από γράσσο μύριζαν θάλασσα κι ένα πορτοκαλί ταξίδι που έφερε κύμα κι αλμύρα στην πρύμνη του χρόνου. Λάστιχα που ξεπέρασαν τον εαυτό τους, φόδρες που έκοψαν τις ίνες τους με τον σπασμένο καθρέπτη του χρόνου, τρύπες που άνοιγαν στη ζώνη της αντοχής για να χωρέσουν τα χρόνια,  κορδόνια που ξέφτισαν λόγω ερωτικής απογοήτευσης...  Οι νεοσύλλεκτοι απ'την άλλη, ξεχώριζαν σαν τη μύγα μες το γάλα. Αποστειρωμένοι σνομπ, ιμιτασιόν εγωπαθείς χαρτογιακάδες, χωρίς μάχη στο ενεργητικό τους, χωρίς λάφυρα, χωρίς σημάδια, παιδιά του κουτιού και της κρεμάστρας. Σαν ξεπεσμένοι βασιλιάδες έκρυβαν την τσαλακωμένη ματαιοδοξία τους γυρεύοντας αυλοκορσέδες και καλτσιμπάγκους να στήσουν το χορό τους γύρω τους. Συνήθως οι πετσέτες της κουζίνας υπέκυπταν, συνηθισμένες όπως ήταν στην κακομεταχείριση.
 Τις νύχτες με Πανσέληνο τα έπιανε ομαδικώς η νοσταλγία… Νότιζαν οι αναμνήσεις τους το σιδερόπανο. Μάταιος κόπος να προσπαθείς με τεχνητά μέσα να τα φέρεις στα ίσια τους. Έβαζα ένα ποτήρι κρασί και τ’ άκουγα να ψιθυρίζουν μεθυσμένα από την αραιή ατμόσφαιρα που έντυνε τις αραιωμένες ίνες τους με τσόντες από αλκοόλη. Θυμόντουσαν στάχυα να αγγίζουν ήλιους που βασίλευαν και θημωνιές να θροϊζουν  άσκοπους σκοπούς στον περαστικό άνεμο που στάθηκε να τις χαϊδέψει… Την αγκαλιά της μάνας τους που σήκωνε βουβή τη σκιά και τα όνειρά τους… τον πατέρα τους που πότιζε τις ελπίδες τους… τα αδέρφια τους, τους φίλους τους… κι όλο σίμωναν κι έσμιγαν σε ένα σφιχταγκάλιασμα που δεν γνώριζε διαχωριστικές γραμμές, χρώματα, τόπο και χρόνο… παιδιά αμούστακα, άγουρα, βουτηγμένα σε μια άγνοια που έμοιαζε με μοναδική αλήθεια. Μια ιδρωμένη ευτυχία που ο φιλεύσπλαχνος νοτιάς δεν έλεγε να κλέψει. Όταν η στάθμη του κρασιού έπεφτε σε ανεπιθύμητα επίπεδα, μάζευα το αδιαχώριστο κουβάρι στοργικά και με τα δάχτυλα ακόμα υγρά, άγγιζα τη Σελήνη. Έτσι όπως φούσκωναν οι μικρόκοσμοι, αν έγερνες το κεφάλι σου, έβλεπες την αθέατη πλευρά της.
Τα όμορφα λευκά, όμορφα λερώνονται. Σκοτώνουν τα κόκκινα όταν ξεθωριάσουν. Εφιάλτης στο δρόμο με τις πιέτες. Ο κύκλος των χαμένων κουμπιών. Πειρατές της Σκάφης: η κατάρα του μαύρου πανιού. Οι Νύχτες Πρεμιέρας είχαν αρχή, μα όχι τέλος.  Αν είχα κι άλλα δυο χέρια να τρώω ταυτόχρονα ποπ-κορν χωρίς να ανησυχώ μήπως τα λερώσω, θα έλεγα πως το διασκέδαζα.
Όμως...μετά από τόσα χρόνια εξάσκησης της ανωτάτης σιδερωτικής, αν μου ζητήσει κάποιος να την χαρακτηρίσω, θα πω πως είναι δυσβάσταχτη και συνήθως θλιμμένη ασχολία. Είναι ένα πολύχρωμο ταξίδι στον τσαλακωμένο χωροχρόνο που αναστενάζει από συγκαλυμμένη νοσταλγία και φθορά.  Αν βλέπαμε με τη μύτη μας, ίσως να ήταν ευχάριστο. Όταν όμως την αντικρύζεις με τα μάτια της ψυχής σου, δεν μπορείς παρά να ακολουθήσεις τα ίχνη και να ξετυλίξεις τον μίτο που θα σε οδηγήσει μέσα από το κολασμένο καζάνι που βρυχάται στο  χέρι σου σε δανεικές διαδρομές με τελικό προορισμό τη χώρα της Φθοράς. Κι άλλους, στην έξοδο κινδύνου.