Πέμπτη 26 Απριλίου 2012

Έκθεση

Από την ώρα της γέννησής μας είμαστε έκθετοι. Έκθετοι σε πάσης φύσεως συνθήκες. Μοιάζουμε με παχύδερμα βιβλία με άπειρες σελίδες, υστερόγραφα, υποσημειώσεις, παραπομπές, κεφαλίδες κι υποσέλιδα που παλεύουν να βρουν μια θέση στην εγκόσμια βιβλιοθήκη.
Στην πορεία της ζωής, οι περισσότεροι από εμάς, αποφασίσαμε να διαχωρίσουμε το Είναι μας από το Φαίνεσθαι αγοράζοντας το πρώτο μας ημερολόγιο, ιδρύοντας μια προσωπική συλλογή εκθεμάτων που την ονομάσαμε Αλεξάνδρεια. Εκεί εκθέσαμε όσα δεν θέλαμε να αγγιχτούν και να αγγίξουν. Καταθέσαμε την Ψυχή μας και την διπλοκλειδώσαμε χρησιμοποιώντας ένα πλαστικό, ευτελές λουκέτο. Μάθαμε να κρύβουμε το ημερολόγιό μας κάτω από το μαξιλάρι μας, φροντίζοντας να του αλλάζουμε θέσεις συχνά, διότι ο διάολος με την ηλεκτρική σκούπα είχε πολλά ποδάρια. Εκεί, μέσα σε αυτές τις λευκές σελίδες εξομολογηθήκαμε και κοινωνήσαμε την απομόνωση. Πόσο αντιφατικό... μα τόσο απαραίτητο. Διαφύλαξη. Προφύλαξη. Τίνος από τι;

Φοβερό πράγμα η έκθεση. Σκέφτομαι και γράφω... Ο παιδικός σχολικός βραχνάς. Πάνω στα θρανία μάθαμε το μυαλό να ακονίζει τις έννοιες, να τις ντύνει με επίσημες λέξεις και να τις δένει σε βαρύγδουπες εκφράσεις που σκοπό είχαν τον εκφοβισμό του αδαούς, του απαίδευτου νου. Δεν χωρούσε συναισθηματισμός στις μαθητικές εκθέσεις. Τα παιδιά δεν έμαθαν ποτέ να συγχωρούν τα ανθρώπινα λάθη. Γελούσαν και σε έδειχναν με το δάχτυλο για ένα εξάμηνο.
Ο μαυροπίνακας ήταν κι εξακολουθεί να είναι το πιο αυστηρό δικαστήριο. Κι οι ένορκοι από κάτω, αμείλικτοι. Δεν ήταν οι βαθμοί που παλεύαμε να κερδίσουμε ως μαθητούδια, ήταν η γενική αποδοχή. Ανόμοιοι μεταξύ ομοίων.

Κάποιοι από εμάς, οι πιο ευαίσθητοι, δεν ξέχασαν τα παιδικά γέλια. Τα κουβαλάμε στην καμπούρα της μνήμης μας μέχρι και σήμερα, κι ας μην κρατάμε πια ημερολόγιο. Η απομόνωση έχει πολλά πρόσωπα κι ο χάρτης πολλές Αλεξάνδρειες.

Έτσι ήμουν κι εγώ. Το παιδί με τις ζωγραφιές και τις σημειώσεις δίχως νόημα. Δεν άντεχα την έκθεση, ούτε και τις εκθέσεις. Δεν συμμετείχα στα μαθήματα, παρά μόνο έγραφα. 20άρια.

- Γιατί παιδί μου δεν μιλάς;
- Ουγκ.
Τι Πέρασαν πολλά χρόνια μέχρι να σπάσω το φράγμα του ήχου και να ξεπεράσω τον αντίλαλο του γέλιου. Τρεις ζωές ξόδεψα καταπίνοντας το φαρμάκι που έσταζε από τα σχόλια. Μέχρι που μια μέρα γέλασα κι εγώ μαζί τους και διαλύθηκαν όλα.  Δεν υπήρχαν πια γωνίες στο ρινγκ, μήτε αγωνίες. Δεν πάλευα να αποδείξω κάτι. Μόνο γελούσα... νευρικά στην αρχή κι ύστερα δυνατά, καθαρίζοντας το λαιμό μου από όλη την πίκρα που είχα συσσωρεύσει τόσα χρόνια. Γελούσα με μένα.
Έψαξα στην ντουλάπα μου και βρήκα όλα μου τα ημερολόγια, με τα αδιέξοδα και τα αναπάντητα ερωτηματικά κι έσπασα τα λουκέτα. Έκοψα τις σελίδες τους και τις μοίρασα. Αυτή είμαι. Πάρτε κόσμε. Διαβάστε. Δείτε. Γελάστε. Αυτή είμαι. Με αντέχετε; Αντέχετε το πολύ μου και το λίγο μου;


Έκτοτε, συναντώ συχνά πυκνά ανθρώπους ιδιαίτερους... ανθρώπους που ξεχωρίζουν μες το πλήθος, που έχουν αναγκαστεί, λόγω της ευαίσθητης φύσης τους, να διαχωρίσουν τον εαυτό τους από την κοινωνία των ακούραστων ενόρκων, να τον προστατέψουν, να τον κλείσουν μέσα σε ανήλιαγους θαλάμους απομόνωσης με αεραγωγούς που φιλτράρουν τον εισερχόμενο αέρα. Το μόνο που μπορώ να σας πω, φίλοι μου καλοί, είναι το εξής:

Όταν εκτίθεστε να το κάνετε ολόψυχα. Τα μισά πράγματα δεν τα συγχωρεί κανείς. Ούτε εσείς οι ίδιοι. Σηκώστε και τα δυο πόδια από τη γη, κι αφεθείτε στα ευεργετικά γέλια. Μόνο έτσι μαλακώνει η ψυχή μας και μικραίνει το Έψιλον του Εγώ μας. Μόνο έτσι θα συγχωρήσουμε αυτούς, μα πρωτίστως εμάς τους ίδιους για την λιγοψυχία μας, για το παραλίγο κάτι μας.
Οι όμορφες Αλεξάνδρειες όμορφα καίγονται... και μέσα απ' τις στάχτες της θα ξαναγεννηθείτε, σωστοί Φοίνικες.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου