Πέμπτη 13 Μαρτίου 2014

Ο λύκος στην ομίχλη χαίρεται


Πριν από μερικές μέρες, οι πρωινές εικόνες της πόλης ταξίδεψαν την πεινασμένη φαντασία μας γύρω απ' τον Κύκλο της Φωτιάς, στις ομιχλώδεις Αλεούτιες νήσους. Τα έγχρωμα ντεσιμπέλ που σφυρηλατούν νυχθημερόν με ακατάπαυστη ορμή κάθε της σπιθαμή, κρύφτηκαν πίσω από αναποφάσιστες σταγόνες, ηττημένα, ξεθώριαζοντας κι αυτά σαν τον ήλιο. Χρόνια πολλά περίμενα να τυλιχτώ, αγκαλιασμένη με την αγαπημένη μου πόλη, σ' αυτό το άσπρο σύννεφο.
Πετάχτηκα ξυπόλητη στο μπαλκόνι για να βεβαιωθώ πως θα με περίμενε. Κι αφού ανταλλάξαμε υποσχέσεις, πήρα τη μηχανή μου και ξεχύθηκα να ζήσω το όνειρο μέσα στο όνειρο, ν' αφήσω χνάρια στην ομίχλη.



Τρελαμένη, κοντοστάθηκα στο διάζωμα της Πειραιώς. Ένας ήλιος, όμοιος με αφηρημένη Πανσέληνο, έστελνε χαιρετίσματα από γειτονικό σύμπαν. Κι ο καπνός που έβγαινε από τ' άγαρμπα σωθικά μιας πολυκατοικίας, ήταν μαύρος. Η εικόνα του κόσμου είχε μπει σε reverse mode. Η περιπαικτική διάθεση της φύσης επιτάχυνε τους παλμούς της καρδιάς μου. Ένοιωθα λες και έπαιζα κρυφτοκυνηγητό και κορόιδο και δηλητήριο και ... θάρρος. Η αλήθεια είχε πάρει πρόωρη αναπηρική σύνταξη.


Στον πεζόδρομο, πίσω από τον αρχαιολογικό χώρο του Κεραμεικού, πεζοί και ποδηλάτες πρόβαλαν από το πουθενά αλά Fringe, κι ήθελα να φωνάξω Beam me up Scotty!  Πόσο μου άρεσε αυτό το παρθενικό ταξίδι..!
Ο πεζόδρομος πλάι στην αρχαία αγορά υπνοβατούσε στην αχλύ.

Ψάχνοντας για καύσιμη ύλη καφέ σκάλισα τα ερτζιανά για να δω αν υπάρχουν κι άλλοι επιζώντες. Ο σταθμός της μνήμης εξέπεμπε κανονικά. Ένας τύπος περιέγραφε την κίνηση στους δρόμους, εφιστώντας την προσοχή στους οδηγούς που κινούνται νότια. Θα διαλυθεί η ομίχλη σύντομα, έλεγε, σχεδόν παρακλητικά. Τί ηλίθιος, έφτυσα, κι έκλεισα το ραδιόφωνο. Τότε μόνο σκέφτηκα να κοιτάξω τους ανθρώπους γύρω μου και να δω τη συμπεριφορά τους. Απάθεια. Πλήρης απάθεια. Μπα, είπα μέσα μου, αποκλείεται να μη βλέπουν αυτό που βλέπω.  Περπατούσαν αμέτοχοι του θαύματος, με τη συνήθη στάση σώματος, με το ίδιο βλέμμα, με τις ίδιες σκέψεις, με τα καθημερινά τους ρούχα σε αυτή τη γιορτή. Βλάσφημοι.

Ώρες αργότερα, στο γραφείο, ενώ χοροπηδούσα ξεσηκώνοντας περιγραφές και διθυράμβους, διαπίστωσα πως με κοιτούσαν όλοι σαν βλαμμένη. Οι πιο κοντινοί μου μάλιστα που είχαν θάρρος (χα) με δούλευαν για μέρες.
Το διαδίκτυο και τα κοινωνικά μέσα είχαν διατηρήσει το ίδιο χρώμα. Αυτό της πλήξης, της μιζέριας, των χρεών και των σκανδάλων. Κανείς δεν υποπτέφθηκε πως οι Βρετανοί πλήρωσαν δισεκατομμύρια τον Κόπερφηλντ για να βουτήξει ολόκληρο τον Παρθενώνα, ο οποίος μετά την αποτυχημένη προσπάθεια αυτοεξαφανίστηκε.

Δεν ξορκίζεται με ομίχλη τελικά η παθητικότητα. Μόνο εντείνεται η μοναξιά.